προκαταρκτικοῦ

προκαταρκτικοῦ
προκαταρκτικός
initial
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σχεδιάζω — ΝΜΑ, και σκεδιάζω Ν [σχέδιος / σχέδιο] νεοελλ. 1. χαράζω σχέδιο, απεικονίζω ένα αντικείμενο κυρίως με μολύβι πάνω σε επίπεδη επιφάνεια, σχεδιαγραφώ 2. μτφ. προτίθεμαι, προγραμματίζω, έχω κατά νου να κάνω κάτι («σχεδιάζει να παντρευτεί») 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Αμιέν — (Amiens).Πόλη (139.210 κάτ. το 1999) της βόρειας Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Σομ (6.170 τ. χλμ., 555.551 κάτ.) και έδρα επισκοπής από τον 4ο αι. Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Σομ, όπως υποδηλώνει και το γαλατικό όνομά της,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”